έπαρχος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. επαρχίνα και επάρχισσα (AM ἔπαρχος, θηλ. ἐπαρχῑνα και ἐπάρχισσα)
μσν.- νεοελλ.
1. ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, διοικητής επαρχίας
2. θηλ. η σύζυγος του επάρχου
μσν.
αξιωματούχος με διάφορες αρμοδιότητες («έπαρχος πόλεως», «έπαρχος τών νυκτών»)
αρχ.
1. αυτός που έχει την ανώτατη αρχή, αρχηγός, ηγεμόνας
2. κυβερνήτης, διοικητής («Κιλίκων ἔπαρχος», Αισχύλ.)
3. φρ. «ἔπαρχος ἀρχή» — το αξίωμα του επάρχου, του πραίτορος («ἀρχὴ ἔπαρχος στόλου» — το αξίωμα του ναυάρχου).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + αρχος (< άρχω)].