μυρμηκίτις

Revision as of 08:35, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Greek Monolingual

μυρμηκῑτις, ἡ (Α)
είδος πολύτιμου λίθου που δίνει την εντύπωση έρποντος μυρμηγκιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι», + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. κυαμίτις)].