χυτρίνος

From LSJ
Revision as of 07:00, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

και κυθρῑνος, ὁ, ΜΑ
μσν.
κοιλότητα σε περιστερώνα, φωλιά ζευγαριού περιστεριών
αρχ.
1. βαθύ κοίλωμα σε κοίτη ποταμού ή σε βυθό έλους
2. βαθιά οπή στο έδαφος από την οποία αναβλύζει νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρος / κύθρος + επίθημα -ῖνος (πρβλ. ἐλεγξῖνος)].