περισσόφρων

Revision as of 10:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. -φρονος,
A = περισσόνοος, overwise, A.Pr.330.
2 in good sense, extremely clever, Vett.Val.17.22.

German (Pape)

[Seite 593] ὁ, ἡ, = περισσόνοος, Aesch. Prom. 382.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
d'une prudence remarquable.
Étymologie: περισσός, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περισσόφρων -ον, gen. -ονος [περιττός, φρήν] zeer verstandig.

Russian (Dvoretsky)

περισσόφρων: 2, gen. ονος чрезвычайно мудрый Aesch.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. περισσόνους, πάρα πολύ σώφρων, πολύ συνετός, εξαιρετικά φρόνιμος («ἢ οὐκ οἶσθ', ἀκριβῶς ὢν περισσόφρων, ὅτι...», Αισχύλ.)
2. πάρα πολύ έξυπνος, πνευματώδης, ευφυής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].

Greek Monotonic

περισσόφρων: ὁ, ἡ (φρήν), υπερβολικά σοφός, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

περισσόφρων: ὁ, ἡ, = περισσόνοος, καθ’ ὑπερβολὴν συνετός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 328.

Middle Liddell

περισσό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
over-wise, Aesch.