περισσόφρων
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. -φρονος,
A = περισσόνοος, overwise, A.Pr.330.
2 in good sense, extremely clever, Vett.Val.17.22.
German (Pape)
[Seite 593] ὁ, ἡ, = περισσόνοος, Aesch. Prom. 382.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
d'une prudence remarquable.
Étymologie: περισσός, φρήν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περισσόφρων -ον, gen. -ονος [περιττός, φρήν] zeer verstandig.
Russian (Dvoretsky)
περισσόφρων: 2, gen. ονος чрезвычайно мудрый Aesch.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
1. περισσόνους, πάρα πολύ σώφρων, πολύ συνετός, εξαιρετικά φρόνιμος («ἢ οὐκ οἶσθ', ἀκριβῶς ὢν περισσόφρων, ὅτι...», Αισχύλ.)
2. πάρα πολύ έξυπνος, πνευματώδης, ευφυής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
περισσόφρων: ὁ, ἡ, = περισσόνοος, καθ’ ὑπερβολὴν συνετός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 328.