ελκυστικός
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἑλκυστικός, -ή, -όν)
αυτός που ασκεί έλξη, που σέ τραβάει, που προσελκύει με τα θέλγητρα και τα χαρίσματα του
αρχ.
(για φάρμακο) ο ικανός να τραβάει και να απομακρύνει από τον οργανισμό.