διομήτωρ

From LSJ
Revision as of 12:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐομήτωρ Medium diacritics: διομήτωρ Low diacritics: διομήτωρ Capitals: ΔΙΟΜΗΤΩΡ
Transliteration A: diomḗtōr Transliteration B: diomētōr Transliteration C: diomitor Beta Code: diomh/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, Pythag. name for δυάς, Theol.Ar.12.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
n. de la díada en la doctrina pitagórica διομήτορα ταύτην ὠνόμαζον ὡς Διὸς μητέρα Theol.Ar.12.

Greek Monolingual

διομήτωρ, η (Α)
1. η μητέρα του Δία
2. (κατά τους Πυθαγόρειους) η ονομασία της δυάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -μήτωρ < μήτηρ.

German (Pape)

ορος, ὁ, Mutter des Zeus, Theol. arithm. p. 12.