incomparable
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English > Greek (Woodhouse)
adjective
preeminent: P. and V. διαπρεπής, V. ἔξοχος.
Spanish > Greek
ἀναμίλλητος, ἀνανταγώνιστος, ἀνείκαστος, ἀνεφάμιλλος, ἀνυπέρθετος, ἀξύμβλητος, ἀπαράβλητος, ἀπαράθετος, ἀπαραμίλλητος, ἀπαρείκαστος, ἀσύγκριτος, ἀσύγκρῖτος, ἀσυμβίβαστος, ἀσύμβλητος, δυσπαράβλητος