δυνάτης
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
δυνάτου, ὁ, poet. for δυνάστης, ὦ δυνάτα A.Pers.674 (lyr., cod. Med.).
Spanish (DGE)
(δῠνάτης) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
rey ὦ ... δυνάτα, δυνάτα ref. la sombra de Darío, A.Pers.675.
German (Pape)
[Seite 673] ὁ, = δυνάστης, Aesch. Pers. 661.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. δυνάστης.
Étymologie: δύναμαι.
Russian (Dvoretsky)
δῠνάτης: ου ὁ Aesch. = δυνάστης.
Greek (Liddell-Scott)
δυνάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δυνάστης, ὦ δυνάτα Αἰσχύλ. Πέρσ. 674, κατὰ τὸ Μεδ. χφον καὶ τὸν Σχολ.
Greek Monotonic
δῠνάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. αντί δυνάστης, σε Αισχύλ.