καρκινοβάτης

From LSJ
Revision as of 11:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρκῐνοβάτης Medium diacritics: καρκινοβάτης Low diacritics: καρκινοβάτης Capitals: ΚΑΡΚΙΝΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: karkinobátēs Transliteration B: karkinobatēs Transliteration C: karkinovatis Beta Code: karkinoba/ths

English (LSJ)

καρκινοβάτου, ὁ, walking like a crab, Aristonym.2 (sed leg.

German (Pape)

[Seite 1327] ὁ, der wie ein Krebs geht, Ariston. bei Ath. VII, 287 d, im E. M. καρκινοβαίνης, mit Mein. καρκινοβήτης zu schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

καρκῐνοβάτης: -ου, ὁ, ὁ βαδίζων ὡς καρκίνος, Ἀριστών. ἐν «Ἡλίῳ» 1· ἀλλὰ τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ καρκινοβήτης, Meineke, εἰς Μένανδρον σ. 183 (ἔκδ. Μείζων).

Greek Monolingual

καρκινοβάτης, ὁ (Α)
αυτός που βαδίζει σαν κάβουρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινοβάτης, υπνοβάτης.