ῥάφυς

Revision as of 12:48, 25 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ᾰ], υος, ἡ, = βουνιάς (turnip), Speus. ap. Ath.9.369b; perhaps to be read (for ῥάφιν) in Numen.(?)ib.371c; cf. ῥάπυς.

German (Pape)

[Seite 835] ἡ, = ῥάπυς, Numen. bei Ath. IX, 371 c, wo jetzt ῥάφιν steht,

Greek (Liddell-Scott)

ῥάφυς: [ᾰ], -υος, ἡ, = ῥάπυς, ὃ ἴδε, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 371C.

Greek Monolingual

και ῥάπυς, -υος, ἡ, Α
η βρούβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ῥάφανος, ο οποίος έχει σχηματιστεί από το θ. ῥαφ- (για τον τ. ῥάπυς, βλ. λ. ράφανος) με διαφορετικό επίθημα -υς (πρβλ. κάχρ-υς, σίκυς) και δηλώνει άλλο είδος φυτού (βλ. και λ. ράφανος)].