ακροβυστία

From LSJ
Revision as of 22:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀκροβυστία)
το άκρο του δέρματος του ανδρικού γεννητικού οργάνου
μσν.-αρχ.
1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή
2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους Εβραίους
3. σκληρότητα, κακία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταπλασμένος τ. της λ. ἀκροποσθία, πιθ. κατά παρετυμολογική σύνδεση με το ρ. βύω «κλείνω, φράζω, βουλλώνω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρόβυστος].