φρενώλης

From LSJ
Revision as of 11:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενώλης Medium diacritics: φρενώλης Low diacritics: φρενώλης Capitals: ΦΡΕΝΩΛΗΣ
Transliteration A: phrenṓlēs Transliteration B: phrenōlēs Transliteration C: frenolis Beta Code: frenw/lhs

English (LSJ)

φρενώλες, distraught in mind, frenzied, A.Th. 757 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1305] ες, zerrüttetes Geistes, wahnsinnig, Aesch. Spt. 739.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui a l'esprit perdu.
Étymologie: φρήν, ὄλλυμι.

Russian (Dvoretsky)

φρενώλης: потерявший рассудок, безумный Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

φρενώλης: -ες, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὰς ἑαυτοῦ φρένας, παράφρων, Αἰσχύλ. Θήβ. 757. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) παράφρων, τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -ώλης (< ὄλλυμι «χάνω, καταστρέφω»), πρβλ. παν-ώλης. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

φρενώλης: -ες (ὄλλυμι), αυτός που έχασε το μυαλό του, παράφρων, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φρεν-ώλης, ες ὄλλυμι
distraught in mind, frenzied, Aesch.