στηθοδεσμίς
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, v. στηθοδέσμη.
German (Pape)
[Seite 940] ίδος, ἡ, dim. von στηθόδεσμος, LXX.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, ΜΑ
στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στηθόδεσμος + κατάλ. -ίς, -ίδος].