διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
η / στομίς, -ίδος ΝΑμεταλλικό εξάρτημα του χαλινού το οποίο εισάγεται στο στόμα του αλόγου και στα άκρα του οποίου προσαρμόζονται τα ηνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θυλακίς)].