δεσποτέω

From LSJ
Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσποτέω Medium diacritics: δεσποτέω Low diacritics: δεσποτέω Capitals: ΔΕΣΠΟΤΕΩ
Transliteration A: despotéō Transliteration B: despoteō Transliteration C: despoteo Beta Code: despote/w

English (LSJ)

= δεσπόζω, c. gen., Pl.Ti.44d:—Pass., to be despotically ruled, πρὸς ἄλλης χερός A.Ch.104; σῇ χερί E.Heracl.884; δεσποτούμενος βίος, opp. ἀνάρχετος, A.Eu.527 (lyr.), cf. 696.

Spanish (DGE)

ser dueño de, dominar c. gen. ὃ θειότατόν τέ ἐστιν καὶ τῶν ἐν ἡμῖν πάντων δεσποτοῦν Pl.Ti.44d
en v. pas. ser gobernado despóticamente, ser sometido τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύθερον μένει καὶ τὸν πρὸς ἄλλης δεσποτούμενον χερός A.Ch.104, σῇ δεσποτούμενος χερί sometido a tu mano E.Heracl.884, μήτ' ἄναρκτον βίον μήτε δεσποτούμενον αἰνέσῃς ni una vida sin gobierno ni sometida a tiranía alabes A.Eu.527, cf. 696.

German (Pape)

[Seite 551] dasselbe, τινός Plat. Tim. 44 d; pass., δεσποτούμενος πρὸς ἄλλης χερός Aesch. Ch. 104; χερί Eur. Heracl. 884.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. part. prés. neutre -οῦν;
être maître de ; Pass. être gouverné souverainement ; abs. βίος δ. ESCHL vie soumise à une règle.
Étymologie: δεσπότης.

Russian (Dvoretsky)

δεσποτέω: Aesch., Eur., Plat. = δεσπόζω.

Greek (Liddell-Scott)

δεσποτέω: δεσπόζω, μετὰ γεν., Πλάτ. Τιμ. 44Ε. – Παθ., δεσποτικῶς κυβερνῶμαι, πρὸς ἄλλης χερὸς Αἰσχύλ. Χο. 104· σῇ χερ ὶ Εὐρ. Ἡρακλ. 884· δεσποτούμενος βίος, ἀντίθ. τῷ ἀνάρχετος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 527, πρβλ. 696.

Greek Monotonic

δεσποτέω: μέλ. -ήσω, = δεσπόζω, με γεν., σε Πλάτ.· — Παθ., κυβερνούμαι δεσποτικά, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

= δεσπόζω
c. gen., Plat.:—Pass. to be despotically ruled, Aesch., Eur.