ἁλιόκαυστος
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
Doric for ἡλιόκαυστος (sunburnt).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor. c. ἡλιοκαής.
Étymologie: ἥλιος, καίω.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιόκαυστος: дор. = ἡλιόκαυστος (см. ἡλιοκαής).
German (Pape)
dor. = ἡλιόκαυστος.