ἁλιόκαυστος
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
Doric for ἡλιόκαυστος (sunburnt).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor. c. ἡλιοκαής.
Étymologie: ἥλιος, καίω.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιόκαυστος: дор. = ἡλιόκαυστος (см. ἡλιοκαής).
German (Pape)
dor. = ἡλιόκαυστος.
Translations
sunburnt
Finnish: auringon paahtama; French: bronzé, bronzée, brûlé par le soleil, brûlée par le soleil; German: sonnenverbrannt; Greek: που έχει καεί από τον ήλιο, ηλιοκαμένος; Ancient Greek: ἁλιόκαυστος, αὐσταλέος, ἡλιοκαής, ἡλιόκαυστος, ἡλιόκτυπος, ἡλιοπλήξ, ἡλιωμένος; Latin: adustus; Maori: tīkākā; Slovak: spálený; Swedish: solbränd, brunbränd; Vietnamese: cháy nắng