αλύτρωτος

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλύτρωτος, -ον)
αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί ακόμη να ελευθερωθεί
νεοελλ.
1. συνήθως στον πληθ. οι αλύτρωτοι
ομοεθνείς που βρίσκονται ακόμη κάτω από τον ζυγό ξένου κυριάρχου
σήμερα χρησιμοποιείται ιδίως για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου
2. αυτός που δεν έχει απαλλαγεί από δυσάρεστα συναισθήματα, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε άσχημη ψυχική κατάσταση
3. αυτός που δεν πέτυχε το διαζύγιο, την τυπική διάλυση του γάμου του, ενός γάμου διαλυμένου ουσιαστικά από χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λυτρώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλυτρωσιά, αλυτρωτικός, αλυτρωτισμός].