ὀνεία
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
German (Pape)
[Seite 345] ἡ, sc. δορά, Eselshaut, Eselsfell, Babr. bei Suid. S. ὄνειος.
French (Bailly abrégé)
v. ὄνειος¹.
Russian (Dvoretsky)
ὀνεία: ἡ (sc. δορά) ослиная шкура или кожа Babr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνεία: (ἐξυπ. δορά), ἡ, δέρμα ὄνου, θηλ τοῦ ὄνειος, Βάβρ. 7. 13.
Greek Monolingual
ὀνεία, ἡ (Α)
βλ. όνειος.
Greek Monotonic
ὀνεία: (ενν. δορά), ἡ, δέρμα, τομάρι γαιδάρου, θηλ. του ὄνειος, σε Βάβρ.