ἐφήμερον
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
τό,
A short-lived insect, the may-fly, Ephemera longicauda, Arist.HA490a34, 552b23.
II a poisonous plant, Colchicum autumnale, Thphr. HP 9.16.6, Nic.Al. 250; = κολχικόν, Dsc.4.83.
2 Polygonatum multiflorum, ib. 84.
German (Pape)
[Seite 1117] τό, neutr. zum Folgdn, sc. ζῷον, was auch Arist. gen. an. 4, 5 dabei steht, das Tagthierchen Uferaas, welches nur sehr kurze Zeit lebt, Arist. H. A. 5, 19. – Eine Giftpflanze, Nic. Al. 250; Diosc. die Zeitlose.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφήμερον: τό, ἔντομόν τι βραχεῖαν ἔχον ζωήν, τὸ καλούμενον ζῷον ἐφήμερον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 16· ζῷον πτερωτὸν τετράπουν... ἅμα δυομένου (τοῦ ἡλίου) ἀποθνῆσκει βιῶσαν ἡμέραν μίαν αὐτόθι 5. 19, 26. ΙΙ. φυτὸν δηλητηριῶδες, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 10, Νικ. Ἀλ. 250, Διοσκ. 4. 85, Ἡσύχ. κλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφήμερον:
I τό зоол. эфемер, однодневка, поденка (предполож. Ephemera longicauda) Arst.
II τό adv. в течение одного (лишь) дня rst.