ἀνθυπουργέω

Revision as of 18:44, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

English (LSJ)

Ion. ἀντυποργέω, return a kindness, ἀ. τινὶ τοῦτο τὸ ἂν δεηθῇ Hdt.3.133; χάριν S.Fr.339; αἰσχρά τινι E.Hipp.999; τι καθ' αὑτὸν Corn.ND15.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἀντυποργέω Hdt.3.133
devolver, conceder a cambio ἦ φῂς ὑπομνὺς ἀνθυπουργῆσαι χάριν; S.Fr.339, μήτ' ἀνθυπουργεῖν αἰσχρὰ τοῖσι χρωμένοις E.Hipp.999, cf. Hdt.l.c., Ph.2.457, Plu.2.95e, D.C.42.8.1
devolver a su vez en agradecimiento τι καθ' αὑτόν Corn.ND 15, cf. D.C.Epit.7.9.6.

German (Pape)

[Seite 236] als Gegendienst erweisen, χάριν τινί Soph. frg. 313; αἰσχρά Eur. Hipp. 998; vgl. Her. 3, 133.

French (Bailly abrégé)

ἀνθυπουργῶ :
rendre (un service, une bonté) en échange.
Étymologie: ἀντί, ὑπουργέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυπουργέω: ион. ἀντυπουργέω
1 оказывать услугу за услугу, отплачивать, возмещать (τινί τι Her., Plut.): ἀ. χάριν Soph. отблагодарить;
2 оказывать содействие: μὴ ἀ. αἰσχρὰ τοῖσι χρωμένοις Eur. не помогать тем, кто совершает позорные поступки.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπουργέω: ἀποδίδω εὐεργεσίαν, ἀντευεργετῶ, ἦ μὴν ἀντυπουργήσειν ἐκείνην τοῦτο τὸ ἂν αὐτῆς δεηθῇ Ἡρόδ. 3. 133· ἀνθυπουργῆσαι χάριν, «ἀνταποδοῦναι χάριν» (Σχόλ.), Σοφ. Ἀποσπ. 313· οἷσιν αἰδὼς μήτ’ ἐπαγγέλλειν κακὰ μήτ’ ἀνθυπουργεῖν αἰσχρὰ τοῖσι χρωμένοις Εὐρ. Ἱππ. 999.

Greek Monotonic

ἀνθυπουργέω: μέλ. -ήσω, ανταποδίδω ευεργεσία, αντευεργετώ· τινί τι, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

to return a kindness, τινί τι Hdt., Eur.