отплачивать
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
Russian > Greek
ἀμείβω, ἀποδίδωμι, ἀντιδράω, τίνυμαι, ἀντιποιέω, ἀντιτιμωρέομαι, ἀντιτίνω, ἀνταμείβομαι, ἀνθυπουργέω, ἀντυπουργέω, ἀντιδιατίθημι, ἀποτίνυμαι, ἀνταποτίω, ἀνταμύνομαι, ἀποτίνω, ἀντιτείνω, ἀμύνω, τίνω, ἐκτίνω, τιμωρέω