ῥητέον
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
A one must say, mention, τι Pl.Lg.730c, Sph.227d; one must pronounce, Id.Cra.410c.
II ῥητέος, α, ον, to be spoken or mentioned, D.22.62, Hermog.Stat.7.
Greek (Liddell-Scott)
ῥητέον: λεκτέον, μνημονευτέον, τι Πλάτ. Νόμ. 730Β, Σοφ. 227D· πρέπει τις νὰ προφέρῃ, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 410C. ΙΙ. ῥητέος, α, ον, λεκτέος, μνημονευτέος, Ἑρμογ.
Greek Monotonic
ῥητέον: ρημ. επίθ., αξιομνημόνευτο, αυτό που πρέπει να λεχθεί, αξιοσημείωτο, σε Πλάτ.
German (Pape)
Adj. verb. von ἔρω*.