διοιστρέω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
strengthened for οἰστρέω, D.S.4.12, Philostr.VA1.33 (Pass.).
Spanish (DGE)
1 recorrer excitadamente, saltar por θύννοι διοιστρήσοντι Γαδείρων δρόμον Theodorid.SHell.744 (cj., v. ap. crít.).
2 fig. excitar en v. pas. τῆς εὐωδίας ... τοῦ οἴνου προσπεσούσης τοῖς ... Κενταύροις συνέβη διοιστρηθῆναι τούτους D.S.4.12, cf. Philostr.VA 1.33, ὑπὸ φθόνου καὶ λύσσης Eun.Hist.20.5.
Greek (Liddell-Scott)
διοιστρέω: ἐπιτεταμ. οἰστρέω, Διόδ. 4. 12, Φιλόστρ. 42, ἐν τῷ παθ.
Russian (Dvoretsky)
διοιστρέω: сильно раздражать, возбуждать (διὰ τὴν δύναμιν τοῦ οἴνου διοιστρηθῆναι Diod.).
German (Pape)
verstärktes οἰστρέω, DS. 4.12 und andere Spätere