παλμώδης
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
παλμῶδες, throbbing, palpitating, of persons, Hp.Prorrh.1.30; ἰδέαι D.S.3.50; π. νόσος Ph.1.166; κινήσεις (opp. σφυγμώδεις) Gal.8.722.
German (Pape)
[Seite 453] ες, einer Schwingung, dem Pulsschlage ähnlich; πόνοι, Hippocr.; D. Sic. 3, 50 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
παλμώδης: подергивающийся, содрогающийся (τῷ σώματι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
παλμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς παλμόν, πλήρης παλμῶν, Ἱππ. Προρρ. 70, Διόδ. 3. 50· π. νόσος Φίλων 1. 166.
Greek Monolingual
-ες (Α παλμώδης, -ῶδες) παλμός
1. αυτός που μοιάζει με παλμό
2. αυτός που έχει παλμική κίνηση, που χαρακτηρίζεται από παλμούς, παλμικός, γεμάτος παλμούς («παλμώδεις κινήσεις», Γαλ.)
νεοελλ.
φρ. «παλμώδη σύμφωνα» — τα παλμικά σύμφωνα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλμώδης -ες [παλμός] trillend.