κατειλέω
From LSJ
English (LSJ)
A force into a narrow space, coop up, in Pass., ἐς τὸ τεῖχος Hdt.1.80; ἐς τὸ ἄστυ ib.176; ἐς Διὸς ἱρόν Id.5.119, cf. Onos.42.19, Parth.32.2; εἰς χωρία προσάντη Plu.Cam.41; ἐν ὀλίγῳ χώρῳ . . πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι Hdt.9.70, cf. J.AJ14.16.2, al.; ἐρευγμὸς εἴσω κατειλούμενος Hp.Coac.622, cf. Arist.Pr.869a21; τοιαύτην δίνην κατειληθῆναι τοῖς ἄστροις Epicur.Ep.2p.40U. b καταϝελμένων τῶν πολιατᾶν when the citizens are assembled, Leg.Gort.10.35, 11.13. 2 wrap up, X.Eq.10.7, Ael.NA5.3, 15.10 (Pass.); ταινίᾳ κατειλημένος τὴν ὀσφύν Diocl.Fr.142; κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc.Symp. 47; τελαμῶνι τὸν μηρὸν -ειλημένον Paus.8.28.6. 3 roll up, βιβλίον Luc.Alex.20. II v. κατίλλω.