ἀνεπιγνώμων
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ἀνεπιγνώμον, gen. onos, ignorant, unconscious, τινός Porph.Abst.1.45.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
que no conoce c. gen. φύσει γὰρ ἀνεπίγνωμον τοῦ ἀπόντος τὸ ἄλογον Porph.Abst.1.45, cf. Vict.Mc.3.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιγνώμων: -ον, ονος, ἀγνοῶν τι, μὴ αἰσθανόμενός τι, τινος Πορφ. Ἀποχ. 1. 45. - ὡσαύτως παρὰ Βυζ, ἀνεπιγνωμοσύνη, ἡ, ἄγνοια, ἔλλειψις ἐπιγνώσεως.