ἐξαπιναῖος

From LSJ
Revision as of 14:24, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

German (Pape)

[Seite 870] α, ον, auch 2. E., Hippocr., Pol. 26, 6, 1, plötzlich, unvermuthet; πολεμίων ἐφόδους κρυφαίας καὶ ἐξαπιναίας Xen. Hier. 10, 6; Sp. – Adv., Thuc. 1, 117 u. öfter; Xen. u. A.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
soudain, subit.
Étymologie: ἐξαπίνης.

Greek Monolingual

ἐξαπίναιος, -α, -ον και ἐξαπιναῖος, -α, -ον και ἐξαπίναῖος, -ον (Α) εξαπίνης
αιφνίδιος, ξαφνικός («ἐξαπιναίαις συμφοραῖς», Δίων Κάσσ.).
επίρρ...
ἐξαπιναίως
αιφνίδια, ξαφνικά.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰπῐναῖος: и 2 неожиданный, внезапный (ἔφοδος Xen., Polyb.).