εὐγραμματία
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ἡ, calligraphy, Gal.14.587.
German (Pape)
[Seite 1060] ἡ, das schöne Schreiben der Buchstaben, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγραμματία: ἡ, τὸ ὡραῖον γράψιμον (τῶν ἀλφαβητικῶν στοιχείων), Γαλην. 2. 75Α.
Greek Monolingual
εὐγραμματία, ἡ (Α) ευγράμματος
η καλλιγραφία.