Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
διαπίμπλαμαι: πληροῦμαι ἐντελῶς, τινὸς Θουκ. 7. 85· κορέννυμαι, τινὸς Ἀνδοκ. 16. 29.
διαπίμπλᾰμαι: Παθ., είμαι αρκετά γεμάτος, ξεχειλίζω από, τινόςσε Θουκ.
Pass. to be quite full of, τινός Thuc.