μαϊμού
From LSJ
Greek Monolingual
η (Μ μαϊμού)
κοινή ονομασία διαφόρων ειδών πιθήκων
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός πονηρού ή άσχημου ανθρώπου
2. επιτήδεια παραλλαγμένο, μη γνήσιο βιομηχανικό προϊόν («το αυτοκίνητο αυτό είναι μαϊμού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μιμῶ. Κατ' άλλους, < τουρκ. maymun].