δοκιμαστός
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
δοκιμαστή, δοκιμαστόν, approved, Diog.Bab.Stoic.3.219, cf. 49, D. L.7.105.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
aprobado, aceptado δοκιμαστὰ τάλαντα después de verificar su autenticidad IG 22.1492.102 (IV a.C.), πᾶν ἀγαθὸν ... δ. ... ὑπάρχειν Chrysipp.Stoic.3.22, ὅτι δοκιμαστόν ἐστιν ἀνυπόπτως ref. la virtud, Chrysipp.Stoic.3.49, πράγματα Diog.Bab.Stoic.3.219, παραγγείλῃ τοῖς οἰκείοις ... τὴν ἀξίωσιν σοῦ δοκιμαστήν anuncia a los familiares que tu petición ha sido aceptada, SB 7558.36 (II d.C.), αὕτη δὲ δ. καὶ θαυμαστὴ τριζῳδία Vett.Val.289.1.
German (Pape)
[Seite 653] erprobt, bewährt, D. L. 7, 105 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
δοκῐμαστός: подвергшийся оценке или проверке (ἀμοιβὴ δοκιμαστοῦ Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμαστός: -ή, -όν, (δοκιμάζω), δεδοκιμασμένος, Διογ. Λ. 7. 105.
Greek Monolingual
δοκιμαστός, -ή, -όν (AM) δοκιμάζω
αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη ικανότητα.