πότημα
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
(A), ατος, τό,
A flight, A.Eu.250 (πωτήμασι codd.).
πότημα (B), ατος, τό, (πίνω)
A draught, potion, Hp.Aff.18 (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.Fr.50 (pl.). II pill, Paul.Aeg.3.20.