στέφω

From LSJ
Revision as of 00:40, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέφω Medium diacritics: στέφω Low diacritics: στέφω Capitals: ΣΤΕΦΩ
Transliteration A: stéphō Transliteration B: stephō Transliteration C: stefo Beta Code: ste/fw

English (LSJ)

Od.8.170, S.Ant.431, Hyp.Fr.103: impf.

   A ἔστεφον Il.18.205, A.Th.50; στέφον Hes.Op.75: fut. στέψω S.Aj.93, E.Tr.576 (anap.): aor. ἔστεψα Pl.Phd.58c:—Med., fut. στέψομαι Ath.15.676d: aor. ἐστεψάμην AP9.363.3 (Mel.), D.H.Rh.1.6, etc., (ἐπ-) Il. 1.470:—Pass., fut. στεφθήσομαι Gal.Protr.13: aor. ἐστέφθην E.Hel. 1360 (lyr.): pf. ἔστεμμαι A.Supp.345, Pl.Phd.58a, etc.; Ion. pf. part. ἐστεθμένος Schwyzer 725 (Milet., vi B.C.), cf. στέθματα.—στεφανόω is more freq., esp. in Prose:—put round, ἀμφὶ δέ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῖα θεάων Il.18.205; ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Od.8.170; μνημεῖα πρὸς ἅρμ' Ἀδράστου χερσὶν ἔστεφον hung them round it, A.Th. 50; λάφυρα δαΐων . . ἁγνοῖς δόμοις στέψω πρὸ ναῶν ib.279:—Med., put round one's head, ποίην AP9.363 (Mel.); σκόροδα prob. in Ath.15.676d; κύκλους ἐλαίης Orph.A.325; ἰούλους Anacreont.42.10.    II encircle, crown, wreath, τινὰ ἄνθεσι Hes.Op.75; σε παγχρύσοις λαφύροις S.Aj.93; κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις E.Alc.759; ἐρίῳ Pl.R.398a; κάρα κισσῷ E.Ba.341; σ. τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Pl.Phd.58c; νεκρόν Lyc.799; στήλην Call.Epigr.8, cf. AP7.657 (Leon.); ὁ στρατηγὸς ἔστεψέν [τινα] εἰς γυμνασίαρχ[ον] Wilcken Chr.41 ii 8 (iii A.D.):— Med., στέφου κάρα crown thy head, E.Ba.313; ἀμφὶ δὲ φύλλοις στεψάμενοι A.R.1.1124; βάκχοισιν κεφαλὰς περιανθέσιν ἐστέψαντο Nic.Fr. 130:—Pass., to be crowned, A.Supp.345; τινι with a thing, Id.Eu.44; τινος Nonn.D.5.282: with acc. of the games in which the prize is won, στεφθεὶς παγκράτιον CIG4380m10 (Oenoanda); ἔστεψαι τὰ Ὀλύμπια Luc.Merc.Cond.13; ποσσάκις ἐστέφθης δρόμον; IG14.1603 (Rome); στεφθεὶς στάδιν( = στάδιον) ib.1108 (ibid.); of a magistracy, στεφέσθω Ἀχιλλεὺς κοσμητείαν PRyl.77.34 (ii A.D.):— Med., Ἴσθμια καλλικόμοις στεψάμενον πίτυσιν Orph.Fr.290; στεψάμενοι σταδίοις APl.5.371.    2 wreathe a bowl or cup with leaves, Alex.119.6, cf. Ar.Fr.380; γυλλὸς ἐστεμμένος SIG57.26 (Milet., v B.C.); γυλλοὶ ἐστεθμένοι Schwyzer l.c.    3 crown or honour with libations, χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν σ. S.Ant.431; τύμβον λοιβαῖσι . . στέψαντες Id.El.53; ὅπως . . αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶ στέφωμεν ib.458, cf. E.Or.1322.    III Pass., στέφανον τὸν ἐκ τῆς βύβλου στεφόμενον twined of papyrus, Ath.15.676d codd.:—Act., στέφουσα, title of a statue by Praxiteles, v.l. for στεφανοῦσα in Plin. HN34.70. (τὸ στέφειν πλήρωσίν τινα σημαίνει Arist.Fr.101 (arguing from Hom.); cf. ἐπιστέφω, ἐπιστεφής; the orig. sense and etym. are doubtful.)