χάλκεος
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
έα, Ion. -έη (Hom. always -είη (v. χάλκειος)), εον (also εος, εον Il.18.222 (ὄπα χάλκεον Αἰακίδαο, where Zenod. χαλκέην as disyll.), Hdt. (v. infr.): rarely in Trag., A.Ch.686, S.Fr.534.3,7 (anap.), E.Ion1; Aeol., Dor. χάλκιος Epich.79, Alc.15.3, SIG 945.6 (Assos, iv B. C.), IGRom.4.1302.35 (Cyme, i B. C./i A. D.), also Boeot., cf. χαλκοῦς; Att. χαλκοῦς, ῆ, οῦν (IG12.313.55, etc., but
A χαλκέων δέλτων Pl.Ax.371a codd.); Ep. also χάλκειος, v. χάλκειος: (χαλκός):—of copper or bronze, brazen, οὐδός, δόμος, τεῖχος, Il.8.15, 18.371, Od.10.4; ἄξων, κύκλα, Il.13.30, 5.723; χ. Ἀράων θάλαμοι Antim. in PMilan.17.48; χ. καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσι Aeschin.3.84; ὀδός Astyd.9, Ister 30; esp. of arms and armour, ἔγχος, ξίφος, Il.3.317,335; σάκος 7.220; θώρηξ, χιτών, 13.398,440; ἔντεα 18.131, etc.; χαλκέοις ὅπλοις E.Ph.1359; also λέβητος χαλκέου A.Ch.686, cf. E.Cyc.392; χαλκέοισικάδοις, χαλκέοις δρεπάνοις, S.l.c.; in Trag. mostly contr., χαλκοῖς βάθροισι Id.OC1591; χαλκῆς ὑπαὶ σάλπιγγος Id.El. 711; χαλκῆς ἐκ δέλτου Id.Tr.683. b of statues, χ. Ζεύς, χ. Ποσειδέων, a bronze statue of... Hdt.9.81; χ. ταῦρος Pi.P.1.95; ἡ χαλκῆ Ἀθηνᾶ D.19.272; ἱστάναι τινὰ χαλκοῦν Id.13.21; ἄξιος σταθῆναι χαλκοῦς Arist.Rh.1410a33; στήλη ἐφ' ᾗ ὁ στρατηγός ἐστιν ὁ χαλκοῦς And.1.38; cf. χαλκῆ. c χ. ἀγών a contest for a shield of brass, Pi.N.10.22. 2 metaph., brazen, i. e. hard, stout, strong, χάλκεος Ἄρης Il.5.704, etc. (unless wearing brazen armour, cf. χάλκεοι ἄνδρες Orac. ap. Hdt.2.152); Χαλκοῦς, nickname of Aristomedes, Din. ap. Did.in D.9.57, Philem.1.2 D., Plu.Dem.11; χ. στονόεντ' ὅμαδον Pi.I.8(7).27; χ. αὐδά Id.Pae.2.100; χάλκεον ἦτορ a heart of brass, Il.2.490; ὄπα χ. 18.222; χ. ὕπνος, i. e. the sleep of death, 11.241; χαλκέοισι νώτοις, of Atlas, E.Ion1. 3 χαλκῆ μυῖα, a boy's game, a sort of blind-man's-buff, Herod.9a, Poll.9.123. II as Subst., v. [[χαλκοῦς. [χάλκεοι]] is disyll. in Hes. Op.150.]