κατάδρυμμα
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
English (LSJ)
ατος, τό, (καταδρύπτω)
A tearing, rending, σαρκῶν . . καταδρύμματα Χειρῶν of flesh with hands, E.Supp.51.
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
Full diacritics: κατάδρυμμα | Medium diacritics: κατάδρυμμα | Low diacritics: κατάδρυμμα | Capitals: ΚΑΤΑΔΡΥΜΜΑ |
Transliteration A: katádrymma | Transliteration B: katadrymma | Transliteration C: katadrymma | Beta Code: kata/drumma |
ατος, τό, (καταδρύπτω)
A tearing, rending, σαρκῶν . . καταδρύμματα Χειρῶν of flesh with hands, E.Supp.51.