δορυθαρσής
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
δορυθαρσές, δορίτολμος (bold in war, bold with the spear, daring in war), Epigr.Gr.1035.18 (Pergam.), APl.4.170 (Hermodor.):—also δορυθρασής, ές, Nonn. D. 17.100, 21.164, al.
German (Pape)
[Seite 659] ές, speerkühn, mutig; Παλλάς Hermod. ep. (Plan. 170).
Greek (Liddell-Scott)
δορῠθαρσής: -ές, = δορίτολμος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1035. 18, Ἀνθ. Πλαν. 170· δορυθρᾰσής, Νόνν. Δ. 21. 162.
Greek Monolingual
δορυθαρσής και δορυθρασύς, -εῖα, -ές (Α)
ο δορίτολμος.
Greek Monotonic
δορῠθαρσής: -ές (θάρσος), = δορίτολμος, σε Ανθ.