γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
ιαμβοφάγος, ὁ (Α)ο ιαμβειοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. έ-φαγ-ον του ρ. εσθίω), πρβλ. δημο-φάγος, ολιγο-φάγος.