τσυκνιάς

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek Monolingual

και τσικνιάς και τσουκνιάς και τσουκανιάς, ο, Ν
ζωολ. γενική κοινή ονομασία ερωδιών τών γενών ardea, ardeola και egretta της οικογένειας ardeidae, από τα οποία στη χώρα μας φωλιάζουν τα είδη Αrdea cinerea, κν. σταχτοτσικνιάς, Αrdea purpurea, κν. πορφυροτσικνιάς, Egretta alba, κν. αργυροτσικνιάς, Egretta garzetta, κν. λευκοτσικνιάς ή εγκρέτ(τ)α, και Αrdeola ralloides, κν. κρυπτοτσικνιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκνίας (< κύκνος) με τσιτακισμό. Σε ορισμένους τ. (πρβλ. τσουκανιάς, τσουκνιάς) το -υ- έχει διατηρήσει την αρχαία προφορά του ως -ου- (πρβλ. ξουράφι < ξυράφι)].