ναυηγός
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
Ionic for ναυαγός.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ναυαγός.
Greek (Liddell-Scott)
ναυηγός: ναυηγέω, ναυηγία, κτλ., Ἰων. ἀντὶ ναυαγ-.
Greek Monolingual
ναυηγός, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. ναυαγός.
Greek Monotonic
ναυηγός: ναυηγέω, ναυηγία κ.λπ., Ιων. αντί ναυαγ-.
German (Pape)
und ä., ion. = ναυαγός.