ξενοδόχημα
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
German (Pape)
[Seite 277] τό, = ξενοδοκεῖον, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδόχημα: τό, ξενοδοχεῖο, Νικήτ. Χρον. 381Α.
Greek Monolingual
ξενοδόχημα, τὸ (Μ) ξενοδοχώ
1. φιλοξενία
2. ξενοδοχείο.