πλειονότης

From LSJ
Revision as of 05:15, 4 October 2024 by lsj>Spiros

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειονότης Medium diacritics: πλειονότης Low diacritics: πλειονότης Capitals: ΠΛΕΙΟΝΟΤΗΣ
Transliteration A: pleionótēs Transliteration B: pleionotēs Transliteration C: pleionotis Beta Code: pleiono/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, length of string in the monochord, Nicom. Harm.10 (pl., opp. βραχύτητες).

German (Pape)

[Seite 628] ητος, ἡ, Mehrheit, größere Länge, Gegensatz von βραχύτης, Nicom. mus., s. πλεονότης.

Greek (Liddell-Scott)

πλειονότης: -ητος, ἡ, ἡ μακρότης συλλαβῆς, Νικομαχ. Γερασ. Ἐγχειρ. Ἁρμον. 18.

Greek Monolingual

η / πλειονότης, -ητος, ΝΑ, πλειότης και πλεονότης Α πλείον / πλέον
το μεγαλύτερο τμήμα πλήθους ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων
αρχ.
1. το μεγαλύτερο μήκος, η μακρότητα
2. η μακρότητα της χορδής του μονοχόρδου.