μακρότης
From LSJ
English (LSJ)
-ητος, ἡ, length, τῶν ἡμερῶν LXX De.30.20, al.; χρόνου Phld.Lib.p.28 O.: Gramm. of syllables, A.D.Adv.187.15, Plu.2.947e (pl.).
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
longueur.
Étymologie: μακρός.
Greek (Liddell-Scott)
μακρότης: -ητος, ἡ, οὐσ. τοῦ μακρός, μάκρος, μῆκος, ἔκτασις, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 3, Πλούτ. 2. 947F.
Russian (Dvoretsky)
μακρότης: ητος ἡ длина, долгота Arst., Plut.
German (Pape)
ητος, ἡ, die Länge, der βραχύτης entgegengesetzt, Plut. prim. frig. 7 im plur.