διαζευγμός
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
ὁ, = διάζευξις (disjoining, parting, disjunction, separation), Plb.10.7.1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ separación, desunión Plb.10.7.1.
German (Pape)
[Seite 577] ὁ, Trennung, Pol. 10, 7, 1.
Russian (Dvoretsky)
διαζευγμός: ὁ разделение, разобщение (τῶν στρατοπέδων Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
διαζευγμός: ὁ, = διάζευξις, Πολύβ. 10. 7, 1.
Greek Monolingual
διαζευγμός, ο (Α)
η διάζευξη.