σαπωναρικός

From LSJ
Revision as of 10:22, 9 October 2024 by lsj>Spiros

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾱπωναρικός Medium diacritics: σαπωναρικός Low diacritics: σαπωναρικός Capitals: ΣΑΠΩΝΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: sapōnarikós Transliteration B: sapōnarikos Transliteration C: saponarikos Beta Code: sapwnariko/s

English (LSJ)

σαπωναρική, σαπωναρικόν, saponaceous, soapy, Zos.Alch.p.226B., Paul. Aeg.6.9; σαπωναρικὴ τέχνη = art of making soap, Zos.Alch.p.142B.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰπωναρικός: -ή, -όν, σαπωνοειδής, σαπωνώδης, στακτός, Ἰατρ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. σαπωνοειδής
2. φρ. «σαπωναρική τέχνη» — η τέχνη παρασκευής σαπουνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων + κατάλ. -αρικός, η οποία απαντά σε επίθ. που παράγονται από λ. με θ. σε -αρ- (πρβλ. πλουμ-αρ-ικός)].