καταφύγιο

From LSJ
Revision as of 13:12, 6 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

και καταφύγι, το (AM καταφύγιον)
1. τόπος ή πρόσωπο όπου καταφεύγει κάποιος για να βρει βοήθεια, σωτηρία ή προστασία
2. κρυψώνας
νεοελλ.
στρ. υπόγειος χώρος που προορίζεται για την προστασία στρατιωτικού προσωπικού ή άμαχου πληθυσμού από τα θραύσματα, το ωστικό κύμα ή και τα άμεσα πλήγματα εκρηκτικών, κυρίως, βλημάτων («αντιαεροπορικό καταφύγιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φύγιον (-φυγος < -φυξ < θ. φυγ- του φεύγω, πρβλ. αόρ. β' -φυγ-ον), πρβλ. προσφύγιον, συμφύγιον].

Translations

sanctuary

Afrikaans: vryplaas, toevlugsoord; Bulgarian: светилище; Chinese Mandarin: 避難所, 避难所; Czech: útočiště; Danish: helle, fristed, tilflugtssted; Estonian: pühamu, varjupaik; Finnish: turvapaikka; French: refuge; German: Zuflucht, Herberge; Greek: καταφύγιο; Ancient Greek: ἄσυλον; Hungarian: szentély; Italian: rifugio; Japanese: 避難所; Latin: tutum; Macedonian: засолниште, прибежиште; Maori: wāhi whakaruru, whakamaurutanga, punanga, kāinga punanga; Middle English: grith; Norwegian Bokmål: tilflukt, tilfluktssted; Nynorsk: tilflukt; Old English: friþstōw; Polish: sanktuarium; Portuguese: refúgio; Romanian: sanctuar, refugiu, adăpost; Russian: убежище, прибежище, приют; Swedish: fristad, tillflykt, tillflyktsort; Tocharian B: waste, śarāṃ; Turkish: mabet