στρατόσφαιρα
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
η, Ν
(μετεωρ.) ζώνη στην ατμόσφαιρα της Γης ή άλλων πλανητών η οποία βρίσκεται πάνω από την τροπόσφαιρα και χαρακτηρίζεται από ασθενή αύξηση της θερμοκρασίας σε συνάρτηση με το ύψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. stratosphere < λατ. stratum «στρώμα» (< sterno «στρώνω») + λατ. sphaera (< σφαίρα)].