εἱλικτός
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
εἱλικτή, εἱλικτόν, (εἱλίσσω) poet. and Ion. for ἑλικτός, f.l. E.Ion 40; of flames, enveloping, Ps.-Democr.Alch.p.50 B.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
εἱλικτός: Eur. = ἑλικτός.
Greek (Liddell-Scott)
εἱλικτός: -ή, -όν, (εἱλίσσω) ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἑλικτός, ἐσφαλμ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἴωνι 40.