ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
Ar. and P. ῥάβδος, ἡ, βακτηρία, ἡ, V. βάκτρον, τό, σκῆπτρον, τό, Ar. σκίπων, ὁ, βακτήριον, τό.