προὖπτος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
Attic contr. for πρόοπτος.
German (Pape)
[Seite 795] zsgzgn statt πρόοπτος, z. B. Thuc. 5, 99. 111.
French (Bailly abrégé)
contr. att. de πρόοπτος.
Russian (Dvoretsky)
προὖπτος: или προῦπτος 2 стяж. = πρόοπτος.
Greek (Liddell-Scott)
προὖπτος: -ον, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τοῦ πρόοπτος.
Greek Monotonic
προὖπτος: -ον, συνηρ. αντί πρόοπτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προὖπτος zie πρόοπτος.